Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκαίνιον — λυκαίνιον, τὸ (Α) [λύκαινα]·1. μικρή ή νεαρή λύκαινα 2. ονομασία κωμικού ρυτιδωμένου προσωπείου γριάς … Dictionary of Greek
λυκαινίῳ — λυκαίνιον she wolf neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)